Μαξ Στίρνερ – Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του (ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ)

Το έργο του Μαξ Στίρνερ «Ο Μοναδικός και η ιδιοκτησία του» θεωρήθηκε ό,τι πιο επαναστατικό γράφτηκε ποτέ, μολονότι ο συγγραφέας του θα βρισκε τον χαρακτηρισμό τουλάχιστον ανεπαρκή, καθώς ρητά αντιδιαστέλλει το πρότυπό του, τον «Μοναδικό», απ τους απλούς επαναστάτες. Αυτός είναι «εξεγερμένος»!

Γιατί ο επαναστάτης αποσκοπεί στο γκρέμισμα ενός κατεστημένου (κοινωνικού, θρησκευτικού, ηθικού), ενώ ο «εξεγερμένος» ορθώνει τον δικό του εαυτό, απολύτως αδιάφορος για τους υπάρχοντες θεσμούς! Κατά τη δική του κρίση, πραγματικός «εξεγερμένος» υπήρξε ο Χριστός, που δεν ήρθε διόλου σε ρήξη με το κοσμικό καθεστώς της Ρώμης, ριζοτόμησε όμως σύμπαντα τον ειδωλολατρικό κόσμο, τραβώντας ανεπηρέαστος ολόισα τον δικό του δρόμο…

Και μόνον από την τοποθέτηση αυτή, πιάνει κανείς πόσο έξω απ την πεπατημένη κινείται ο Στίρνερ. Η φράση: Τοποθέτησα την υπόθεσή μου στο τίποτα, ανοίγει και κλείνει το εγχειρίδιο αυτό αμείλικτης πολεμικής, και για να μη μένουν αυταπάτες σ όσους θ αναρωτιούνται προς τι τάχα γράφει, ξεκαθαρίζει: «Μήπως γράφω από αγάπη στους ανθρώπους; Οχι, γράφω επειδή θέλω να δώσω ζωή στις σκέψεις μου. Κι αν προβλέπω ότι θα σας πάρουν την ηρεμία και τη γαλήνη σας, ή βλέπω τους αιματηρότερους των πολέμων και την πτώση πολλών γενεών να βλασταίνουν απ τον σπόρο τούτο -μολαταύτα θα τον σπείρω! Κάντε τον ό,τι θέλετε κι ό,τι μπορείτε- δουλειά δικιά σας και δεν μ απασχολεί! Ισως να χετε μόνο ταραχή, αγώνα και θάνατο -ελάχιστοι θ αντλήσουν χαρά! Αν είχα στην καρδιά μου το καλό σας, θα κανα σαν τα χριστιανικά καθεστώτα, που θεωρούν «ιερό καθήκον» τους να προστατεύουν τον κοσμάκη απ τα «κακά βιβλία»! Τραγουδάω γιατί είμαι τραγουδιστής, αλλά σας χρησιμοποιώ γιατί μου χρειάζονται αφτιά!».

Ποιος ήταν, άραγε, ο τόσο προκλητικός αυτός στοχαστής; Ο Γιόχαν Κάσπαρ Σμιτ -το παρατσούκλι «Στίρνερ» σημαίνει: «αυτός με το μεγάλο μέτωπο»- γεννήθηκε το 1808, στο Μπαϊρόιτ, και σπούδασε στο Βερολίνο Φιλολογία, Φιλοσοφία και Θεολογία, μαθητής, μεταξύ άλλων, του Εγέλου. Δίδαξε για λίγο σε σχολείο, συμμετείχε για καιρό σε μια μποέμικη συντροφιά των «Ελευθέρων» -απ όπου πέρασε ένα φεγγάρι και ο Ενγκελς-, παντρεύτηκε δύο φορές και ξεκοκάλισε, μάλλον ασύνετα, την περιουσία της δεύτερης γυναίκας του, μετέφρασε Ανταμ Σμιθ κι άλλα οικονομολογικά βιβλία, δημοσίευσε μερικά άρθρα σε περιοδικά, πέθανε πενηντάρης, μολυσμένος από τσίμπημα εντόμου, και στη ληξιαρχική πράξη θανάτου του σημειώνεται: «Ανευ πατρός, μητρός, συζύγου, τέκνων»! Το μοναδικό πρωτότυπο έργο του Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του, αξιώθηκε μιας επίκρισης -τι άλλο;- από τους Μαρξ και Ενγκελς, και σύντομα βυθίστηκε στη λήθη, ωσότου να το ξαναφέρει στην επιφάνεια ένας Γερμανός αναρχικός, στα τέλη του 19ου αιώνα, που συγκέντρωσε ευλαβικά κι όλα τα στοιχεία για τη ζωή του άγνωστου συντάκτη του… Ωστόσο, φοβού τον άνδρα του ενός βιβλίου!…

Γιατί το βιβλίο αυτό είν η ωμότερη αποδόμηση της ιδέας του κράτους, της εκκλησίας και οιουδήποτε συστήματος εν γένει. Ξεκινώντας με λεπτομερειακή κριτική των εγελιανών συγχρόνων του, Φόιερμπαχ και Μπρούνο Μπάουερ, ξεσπαθώνει εξίσου κατά των φιλελευθεριστών όσο και κατά των σοσιαλιστών, των απολυταρχικών, των τυπικά ευλαβών, μα και των «αναθεωρητικών» της θρησκείας, που ανακάλυπταν τον θεό στον …άνθρωπο! Δίχως κανέναν στο πλευρό του, θεμελιώνει τη λεγόμενη «ατομική/εγωτική αναρχία», αντιδιαστελλόμενος σαφώς προς την «κοινωνιστική» αναρχία των Προυντόν, Μπακούνιν, Κροπότκιν κ.λπ., ενώ εκλεκτικός συγγενής του αναδεικνύεται, μόνο μια γενιά αργότερα, ο μεγαλοφυής Νίτσε, που με τη δημιουργική του δύναμη δίνει νέα εμπνοή στις ίδιες ιδέες.

Ο ήρωάς του, ο «Μοναδικός», στέκεται αντιμέτωπος μ ολόκληρη την κοινωνία, διότι κάθε κοινωνία, και κάθε υποσύνολό της, είτε κράτος λέγεται είτε κόμμα είτε εκκλησία κ.λπ., δεν είναι παρά καταπιεστές ίσα ίσα του ατόμου, του ενός. Τα συστήματα αυτά ευημερούν, όταν τα πρόσωπα ασφυκτιούν. Και για να προλάβουν τυχόν αντιδράσεις, αυτοκαθαγιάζονται, εξιδανικεύονται, εξυψώνονται πάνω απ το άτομο, «πνευματοποιούνται», περιβάλλονται με ασυλία τα ίδια, και ειδικοί μηχανισμοί αυτοσυντήρησής τους προβλέπουν κι επιβάλλουν τιμωρίες για εγκλήματα «εσχάτης προδοσίας» ή «καθοσιώσεως», έναντι οιουδήποτε τολμήσει να τα επικρίνει ή ν αποστατήσει.

Ο «Μοναδικός» διατηρεί την αυτονομία του, μην εκχωρώντας σπιθαμή των ιδεών του, των ονείρων ή των προτιμήσεών του υπέρ του «συνόλου» τάχα. Δεν αναγνωρίζει ως εκ τούτου και κανένα δικαίωμα «παρεχόμενο» από το επέκεινα στρατόπεδο. Τα δικαιώματά του τα αντλεί όλα από τη δική του δύναμη, καθώς και την ελευθερία του. Αλλωστε, ελευθερία δοσμένη δεν είναι ποτέ πραγματική ελευθερία. Δεν στηρίζεται στους άλλους, στον νόμο, στην τάξη και την ηθική, για να του διασφαλίσουν τα κεκτημένα του. Είναι ο ίδιος θεματοφύλακας των δικών του, και μόνον η προσωπική του αρετή και δύναμη του εξασφαλίζουν την επιβίωση μες στο εχθρικό περιβάλλον. Παράλληλα, ο Στίρνερ ξεσκεπάζει την υποκρισία των πολλών, όταν παρουσιάζονται ως υπέρμαχοι του νόμου ή της πίστης τους, ενώ απωτέρως το προσωπικό τους συμφέρον και μόνο υπηρετούν, δίχως και να χουν το θάρρος του «Μοναδικού» να το παραδεχτούν. Για κείνον δεν υπάρχει φίλιο έδαφος. Αλλά και δεν καταφεύγει σε κανέναν «συνασπισμό» ποτέ, παρά σε ένωση, το πολύ πολύ, ελευθέρων μεταξύ τους, που ανά πάσα στιγμή αναθεωρείται -αίρεται ή επαναβεβαιώνεται!

Οταν τα κράτη παρακμάζουν, τα συστήματα κλονίζονται, οι θεοί αμφισβητούνται, η ηθική παραβιάζεται, τότε ανατέλλει η εποχή των «Μοναδικών», των προσώπων με την αυτόνομη σκέψη, που επί αιώνες, όλοι, από τις ιδανικότερες δημοκρατίες ώς τα κομμουνιστικά καθεστώτα, και από τις στυγνότερες απολυταρχίες ώς τις πιο ριζοσπαστικές θεοκρατίες, -σύμφωνοι κατά τούτο!- επιχειρούν να τα καταπνίξουν. Ακόμα και η ιδεώδης Αθηναϊκή πολιτεία επαιρόταν για το θεσμό του οστρακισμού, που τα ξεχωριστά πρόσωπα, τους «πρώτους» ακριβώς, εξουδετέρωνε!..

Από τα βέλη του δεν ξεφεύγει μήτε και ο μέγιστος Σωκράτης. Μέσα από τις σελίδες του άγεται για δεύτερη φορά στο κριτήριο και καταδικάζεται ως αρνητής ακριβώς των ποιοτήτων του! Ως προδότης που δεν τις υπερασπίστηκε μέχρι τέλους. Γιατί, εφόσον ο ίδιος είχε διακηρύξει ότι ήταν άξιος του Πρυτανείου για την προσφορά του στην πόλη, πώς και δέχτηκε κατόπιν ν αναθέσει σ άλλους την περί εαυτού κρίση και κάθησε να πιει το κώνειο; Η υπακοή του στο πνεύμα των νόμων ήταν, στην ουσία, δειλία του να υπεραμυνθεί της «μοναδικότητας» που συνιστούσε, κι αυταπάτη του σχετικά με την υποτιθέμενη «κυριαρχία του Δικαίου» -αντί να δει καθαρά πως κάθε σχέση είναι σχέση δύναμης! Αντιθέτως, ο μόνος στον Αρχαίο Κόσμο που προοιωνίστηκε την ελευθερία του προσώπου, υπήρξε ο Αλκιβιάδης! Αυτός που βεβαιότατα και δεν άφησε να τον σύρουν σ ένα στημένο δικαστήριο ως ερμοκοπίδη, αλλά βρήκε τη δύναμη να αρθεί εκτός νόμων!

Φυσικό επακόλουθο των παραπάνω αποτιμήσεων, η εκ βάθρων απόρριψη της συμβατικής παιδείας: Προειδοποιεί σαρκαστικά: Οι νέοι ωριμάζουν όταν κελαηδούν σαν τους γέρους, χτυπώντας την παρεχόμενη μόρφωση, που μετατρέπει σε δούλους τους φύσει ανένταχτους, κατ αρχάς, νέους, όμοιους με τους δούλους γέροντες των προηγούμενων γενεών, μέσω του φυτέματος στο μυαλό της προσταγής πως υπέρτατος σκοπός είναι να γίνεις «χρήσιμος άνθρωπος στην κοινωνία» -κάτι που επιτυγχάνεται βέβαια μόνον όταν απεμπολήσεις και το έσχατο ίχνος τού «εγώ» σου!

Αν όμως η σκέψη του καίει, ο λόγος του είναι στεγνός.

Τιτάνιες ιδέες εγκατασπαρμένες σ εκατοντάδες σελίδες εξαντλητικής αναίρεσης των θεωρητικών ρευμάτων της εποχής του -αναγκαία ίσως για έναν πνευματικό μαχητή, μα κουραστική για το σημερινό κοινό.

Ετσι, ακόμα και όσοι κατά σύστημα απεχθάνονται τις «εκλογές» ενός συγγραφέα, θα εύχονταν κάποιος να ξεκαθάριζε τις 50 ή 80 πύρινες σελίδες -την πεμπτουσία του στιρνερικού στοχασμού- και να τους τις έδινε! Μια τέτοια απόπειρα ωστόσο, στις εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, έδινε μάλλον την εντύπωση μπροσούρας, μα και η απόδοση, μέσω κάποιας αγγλικής ή γαλλικής μετάφρασης, κάμποσα έχανε!..

Αντιθέτως, η μετάφραση του Ζ. Σαρίκα μένει πιστή μέχρις υπερβολής, αφυδατώνοντας ακόμα παραπάνω το πρωτότυπο, ενώ τηρεί ώς και την εντελώς απαράδεκτη για τα ελληνικά στίξη του, δυσκολεύοντας και πιο πολύ τον ασυνήθιστο αναγνώστη με κείνα τ απίθανα ενωτικά, που ο Γερμανός τα χρησιμοποιεί εντελώς ιδιότυπα. Το πρώτιστο δηλαδή μιας μετάφρασης: τη δημιουργική ανάπλαση του κειμένου, ώστε να μη μοιάζει ξένο σώμα, την ενδυνάμωσή του και εκεί όπου ο συγγραφέας πλατειάζει, το δέσιμο του λόγου, μάταια θα τ αναζητήσει εδώ κανείς. Ο Σαρίκας ενδίδει στις απερίγραπτες επαναλήψεις λέξεων του γερμανικού, αφήνει άνευρη την έκφραση, με ανιαρές περιφράσεις κι αλλεπάλληλες αναφορικές προτάσεις, αδιαφορώντας για την όποια υφολογική χαλαρότητα. Πολύ συχνά χάνεται ολότελα η χροιά των λεγομένων -ο θαυμασμός ή η ειρωνεία, η αποδοχή ή η λοιδορία… Κι όταν πασχίζει πια ιδιαιτέρως για την ακρίβεια, εμφανίζονται γλωσσοπλαστικές τερατογονίες, που προδίδουν ανεπάρκεια στη φιλοσοφική ορολογία και ασυγχώρητη άγνοια της Αρχαίας, όπως τα βαρβαρικά εκείνα θέσμιση, παράβλαψη, αποφενακισμός, απαισθητοποιημένος, αισθητότητα, το σκεπτό (!!!), το πάσχισμα, ή οι αντιγραμματικοί νεολογισμοί (σαν το απίστευτο εκείνο ενώνεσθαι, που σκαρώνει ως απαρέμφατο, από ανύπαρκτο αρχαίο ρήμα -ενώ αν επιζητούσε αρχαιοπρέπεια, θα πρεπε να πει ενούσθαι)! Αλλού πάλι (σ. 59) βγάζει μάτι το: δεν τιμούνται (προφανώς του ρήματος …«τιμούμαι»!) καθώς και η λανθασμένη χρήση του «εισάγω» αντί «εισαγάγω» (σ. 86 και 104), ενώ ανελλήνιστα του τύπου: «Η σκέψη διατρέχει την Ιστορία της Μεταρρύθμισης ώς σήμερα» (σ. 104) ή: «εμένα τον σωματικό» (σ. 189), δίνουν και παίρνουν. Τέλος, θάλασσα πλατιά στην απόδοση επιστημολογικών όρων, όπου το λατινικό privatim, λ.χ., αποδίδεται ως «ιδιωτικό άτομο» (λες και υπάρχει και μη ιδιωτικό!) και το generatim:… «διαγενικό»!..

(Φυσικό, λοιπόν, που δεν του πέρασε απ το μυαλό μήπως θα πρεπε, αντί του υπερβολικά αρνητικά χρωματισμένου «εγωισμός/εγωιστής», να προτιμηθεί ο όρος: «εγωτισμός/εγωτικός», που και ο Ρένος Αποστολίδης, ο καθαυτό εισηγητής του στιρνερισμού στην Ελλάδα, καθιέρωσε.)

Το αληθινό πανηγύρι όμως ξεκινάει στις σημειώσεις: Εδώ ο μεταφραστής, μαζί με τα ονόματα ξενών κυρίως συγγραφέων ή φιλοσοφικών ρευμάτων, θεωρεί προφανώς αναγκαίο να διαφωτίσει τους αναγνώστες ποιος είναι ο …Αριστοτέλης («Ελληνας φιλόσοφος, από τους μεγαλύτερους στην ιστορία της ανθρωπότητας»!), ο Αισχύλος («αθηναίος δραματικός ποιητής»!), ο Καίσαρας (χαρακτηριζόμενος κιόλας ανιστόρητα: «Ρωμαίος αυτοκράτωρ»!!!), αλλ ώς και ο Ναπολέων του μοιάζει άγνωστος και σπεύδει να επεξηγήσει πως ναι, είν ο «Ναπολέων Βοναπάρτης, Γάλλος στρατηγός και αυτοκράτορας»!!! Δεν λείπουν παρόμοιες δοκησίσοφες σημειώσεις για τον Ευριπίδη, στα σοβαρά, τον Ηρόδοτο, τον Νέρωνα, τον Πιλάτο, αλλ ώς και για τον Ποσειδώνα («θεός της θάλασσας» -για φανταστείτε)! Αλήθεια, ένας …«Χριστός», που εμφανίζεται ενίοτε στο κείμενο, ποιος ήταν; Γιατί δεν μπήκε επεξήγηση; Ευρύτερη αντίληψη για το πνευματικό επίπεδο των αναγνωστών ενός τέτοιου βιβλίου δεν θα βλαπτε!..

Παρά ταύτα αξίζει, μες στην ξηρασία ουσιαστικών βιβλίων σήμερα, παραβλέποντας τις όποιες αδυναμίες, ανικανότητες, περιττολογίες, ν αγγίξετε τον πυρήνα μιας σκέψης μοναδικής -διό και τόσο άγνωστης!

ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ